- κυνολογώ
- κυνολογῶ, -έω (Α)μιλώ για τον αστερισμό τού Κυνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -λογῶ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. χαριτο-λογώ, ψευδο-λογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek